- νέεσθαι
- νέομαιgopres inf mp (epic ionic)νέωswimpres inf mp (epic ionic)νέω 3heappres inf mp (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέομαι — και νείομαι και συνηρ. τ. νεῡμαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω πίσω («τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (σπάν.) πηγαίνω 3. (για ποταμό) ρέω προς τα πίσω («ποταμοὺς δ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. νέομαι <… … Dictionary of Greek
οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… … Dictionary of Greek
διακρινέεσθαι — διακρῐνέεσθαι , διακρίνω separate one from another fut inf mid (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινέεσθαι — κῑνέεσθαι , κινέω set in motion pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακινέεσθαι — μετακινέω shift pres inf mp (epic ionic) μετακῑνέεσθαι , μετακινέω shift pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκινέεσθαι — ξυγκῑνέεσθαι , συγκινέω stir up pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκινέεσθαι — προκινέω move forward pres inf mp (epic ionic) προκῑνέεσθαι , προκινέω move forward pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγινέεσθαι — ἀγῑνέεσθαι , ἀγινέω lead pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)